Βασίλης Δημήτρογλου 2ο μέρος
Έτσι θα είμαι και εγώ μια φορά στη ζωή μου αρχηγός
Γεννήθηκε σε σημαδιακή για την πατρίδα μέρα: 21η του Απρίλη
Μέρα μαύρη στη νεότερη ιστορία της πατρίδας μας. Μέρα της δικτατορίας του 67. Μέρα όμως άνοιξης και χαράς για τους γονιούς του νεογέννητου, που θα πάρει το όνομα του παππού. Αυτό μετράει στην ελληνική παράδοση. Από γενιά σε γενιά. Ο Βασίλης γεννήθηκε το 1975 σαν δεύτερος γιος του Άγγελου και της Νερατζιάς, μετανάστης και μετανάστρια από το χωριό Κόμαρα του Έβρου. Ενός χρονών περίπου γυρίζει στη γιαγιά και το παππού, για να μπορέσουν οι γονείς να βάλουν μια δεκάρα στη μπάντα, να χτίσουν το σπιτικό και κάποτε να γυρίσουν και να το χαρούν… Τα σχέδια όλων μας. Τα σχέδια της πρώτης γενιάς που ξενιτεύτηκε για το μέλλον των παιδιών της. Των παιδιών που δε χάρηκε… Γιατί όταν ήρθε η ώρα να τα χαρεί αυτά είχαν φτερουγίσει. Έτσι έγινε και με το Βασίλη… Έφυγε πριν καλά, καλά τον χαρούν οι γονείς, οι φίλοι, οι φίλαθλοι, η Ελλάδα.
Ξαναγύρισε στην Ελβετία όταν ήταν 16 χρονών. Έξυπνος, με θέληση για δουλειά και πίστη μπαίνει αμέσως στην σχολή μηχανικών αυτοκινήτων της επαγγελματικής εκπαίδευσης της Ζυρίχη, τη οποία τελείωσε με επιτυχία. Χωρίς να παραμερίσει τη δουλεία, επισκεπτότανε και την εμπορική σχολή και συνάμα ήταν στο ποδόσφαιρο. Άρχισε με την ιταλική ομάδα Juventus Zurich, μετά στη Blue Star, στην F.C. Έβρος και στα τελευταία τέσσερα χρόνια στον S.V.L. Μέγας Αλέξανδρος. Συγχρόνως πήγαινε στη σχολή προπονητών, την οποία επίσης τελείωσε με επιτυχία. Στην σεζόν 1999-2000 ήταν προπονητής στην 5η κατηγορία και συγχρόνως παίκτης στην 3η κατηγορία του Μέγα Αλέξανδρού.
Μα πότε τα προλάβανε;
Ο Έλληνας προπονητής του Μ. Αλεξάνδρου Γιώργος Τζιόνας, ο οποίος έχει βοηθήσει πάρα πολύ στον αθλητισμό των ελληνοπαίδων της Ζυρίχης και τον γνώριζε πολλά χρόνια, λέει: «Ήταν ακούραστος, έπαιζε και σε δύο παιχνίδια άμα δεν είχαμε παίκτες σε κάποιο τουρνουά. Δεν τον σταματούσε τίποτε!» Ο Φώτης Δανικής, επίσης ένας από τους στυλοβάτες του Μέγα Αλέξανδρου, στενός φίλος και συμπαίκτης του Βασίλη λέει: «Η ζωή του ήταν ο αθλητισμός. Επτά μέρες την εβδομάδα ήταν στο γήπεδο. Είτε σαν παίκτης, είτε σα προπονητής, είτε σαν βοηθός, είτε για καθάρισμα. Ό,τι έκανε το έκανε με πάθος, δινότανε ολοκληρωτικά.» Και ο Παναγιώτης Τριανταφύλλου, στέλεχος και αυτός γερό του Μέγα (όπως λένε οι Λιβαδεριώτες την ομάδα τους) κρατώντας με βία τη συγκίνηση του, ρίχνει στην κουβέντα που κάναμε στο στέκι τους:
-«Έχασα τον καλύτερο φίλο, το συμπαίκτη μου. Ό,τι πρόβλημα και να είχα πήγαινα στο Βασίλη. Με τον αυτοκίνητο, με το σπίτι, με τη δουλειά, δεν έλεγε ποτέ όχι και όλο έβρισκε κάποια λύση. Σε λίγες μέρες θα πηγαίναμε μαζί στις διακοπές». Που το ρωτάω εγώ περίεργος.
«Στην Ίο!» Και που την βρήκατε την Ίο:«Ξέρω κι εγώ, την ανακάλυψε ο Βασίλης!»
Ο Γιώργος Τζίονας μου λέει αποφασίστηκα. « Είχε όνειρα, διάβαζε βιβλία, και ήταν μαχητικός. Χάσαμε έναν μελλοντικό μεγάλο προπονητή, είχαμε στενή συνεργασία». Η πίκρα φαίνεται στα μάτια. Την διάβασα και σε μια στιγμή κόπηκα. Κόμπιασα να συνεχίσω την κουβέντα με τα νέα παιδιά, που ΄χασαν έτσι ξαφνικά το φίλο, το συναγωνιστή, το σύντροφο. Η δεύτερη ελληνική Γενιά που μεγαλώνει στη δεύτερη Πατρίδα και δεν ξεχνάει τη πρώτη. Διακοπές στην Ίο! Στο γαλάζιο Αιγαίο, ακούγοντας τα κύμματα να μουρμουρίζουν ελληνικά, για να μην τα ξεχάσουν… Στην καρδιά των Κυκλάδων, για να συναντήσουν τον Έλληνα Θεό της θάλασσας. Δεν πρόλαβε ο Βασίλης να πάει στην μεγάλη συνάντηση…
Όπως σημάδιακή ήταν η μέρα που γεννήθηκε, έτσι σημαδιακή και η μέρα που έφυγε. Το Σάββατο στις 12 Ιουνίου ο Μέγας Αλέξανδρος είχε ένα από τα πιο κρίσιμα παιχνίδια του. Εάν έχανε θα έπεφτε μια κατηγορία πιο κάτω, εάν κέρδιζε θα έμενε. Το Σάββατο όμως ο Βασίλης έπρεπε να πάει με την άλλη του ομάδα, που ήταν βοηθός προπονητής, την F.C. Zueri Affoitern, στο Ρίμινι της Ιταλίας για ένα τουρνουά. Τον έτρωγε ο φόβος μήπως χάσει ο Μέγας Αλέξανδρος και αυτός δεν θα ήταν εκεί να τον υπερασπιστεί. Μαζί με άλλους συμπαίκτες πείθουν το Διοικητικό Συμβούλιο να διαπραγματευτεί με την αντίπαλη ομάδα να γίνει το παιχνίδι δύο μέρες πριν. Το παιχνίδι έγινε. Ο προπονητής τον κάνει Αρχηγό στην μέση του παιχνιδιού. Ο Βασίλης τα δίνει όλα. Ο μέγας νικάει με 3-1 και παραμένει στην κατηγορία του! Είναι τα παιχνίδι όπου ο Βασίλης γεμάτος χαρά ξεφωνίζει αυθόρμητα όπως πάντα:
«Έτσι θα είμαι κι εγώ μια φορά στην ζωή μου αρχηγός!»
Ήταν πράγματί μια φορά! Την άλλη μέρα τα ξημερώματα με την ικανοποίηση της χθεσινής νίκης, κεφάτος και χαρούμενος φεύγει με την άλλη ομάδα για το τουρνουά στην Ιταλία οδηγώντας ένα από τα δύο μικρά λεωφορεία με παίκτες του. Δίπλας ο φίλος, συνάδελφός και συμπροπονητής του Dario, 26χρονός ιταλικής καταγωγής δεύτερης γενιάς και πιο πίσω ο Lukas, 17 χρονών Ελβετάκι. Υστέρα από λίγες ώρες, μέσα σε μια κόλαση συγκρούσεων με μια νταλίκα, χάνουν και οι τρεις τη νέα τους ζωή που μόλις άρχισε να γεννοβολάει ιδέες πρωτοβουλίες ανθρωπιά και αθλητική επίδοση. Όλοι μένουν άναυδοι, μαύροι από τον ξαφνικό κεραυνό, ξεμυαλομένοι ρωτάνε: Γιατί ο Δίας τους πήρε; Τους διάλεξε η Αθηνά του Δία η Θυγατέρα, γιατί ζήλεψε τον Ποσειδώνα που είχε το ραντεβού μαζί του στην Ίο; Αυτό είναι το θεϊκό μυστικό. Εκείνος ξέρει.
Χαρά στους γονείς, σε όλη την πίκρα του χαμού, να ξέρουν ότι ο γιος τους ήταν άνθρωπος άξίος των κόπων τους.
Ο Βασίλης, που δεν γνώρισα, μου έγινε τόσο γνωστός από τις σύντομες αλλά μεστές περιγραφές των φίλων του. Είναι το παιδί που αύριο θα συναντήσω στο γήπεδο, να τρέχει και να μάχεται για έναν ωραίο σκοπό: Να φέρει το μήνυμα της ελπίδας και της νίκης. Και να μουρμουρίσει λαχανιασμένος, γεμάτος ικανοποίηση: για την Ελλάδα γαμώτο.
Αλλά είναι και ο Έλληνας, που όπως είπε ο Φώτης Δανικής: «Χωρίς το Βασίλη γιορτή δεν γινότανε. Γλένταγε και χόρευε στο τραπέζι». Ο Παναγιώτης συμπληρώνει:« Αλλά είχε μέτρο και ήξερε πότε έπρεπε να σταματήσει». Κι ο Γιώργος : « Πάνω απ΄όλα είχε συναίσθηση του καθήκοντος και της ευθύνης».
Την Κυριακή στις 11 Ιουνίου ο Μέγας Αλέξανδρος Ζυρίχης διοργάνωσε την 2η ημερίδα «Ελληνικοί Αγώνες Στίβου Ζυρίχη», όπου παραβρεθήκανε πάνω από 800 άτομα. Οι ομάδες που κέρδισαν τα κύπελλα Μπάσκετ και Ποδοσφαίρου τα αφιέρωσαν στον χαμένο συναγωνιστή τους Βασίλη Δημήτρογλου. Και το Σάββατο 17 Ιουνίου πήγανε πάνω από 30 άτομα να τον χαιρετίσουν για τελευταία φορά στο χωριό του, στα πάτρια χώματα στην ακριτική γωνιά της Θράκης: Στα Κόμαρα του Έβρου. Εύγε σε όλους! Έτσι για μια ακόμη φορά ο Βασίλης, προτού φύγει για πάντα, έφερε κοντά τους Λιβαδεριώτες με τους Έβριτες. Για σκεφθείτε το. Δεν έχει βάθος: Είναι σαν να μας άφησε ένα μήνυμα-Διαθήκη: «Είμαστε τόσοι λίγοι. Γιατί να΄μαστε τόσο κατάσπαρτοι. Πάμε όλοι μαζί…»
Βασίλη δεν σε ξεχνάμε, γράψανε σε μια αθλητική μπλούζα κρεμασμένη στο γήπεδο που κάνανε μαζί προπόνηση. Ίσως δεν πρέπει να ξεχάσουμε και το παραπάνω μήνυμα του.
Βασίλη, δεν σ΄ έχασαν μόνον οι γονείς και φίλοι σου, που σε αγαπούνε. Σ΄έχασε και η Ελλάδα που σε χρειαζότανε.
Ο Βασίλης, όρθιος, τρίτος από δεξιά, στην παιδική ομάδα του ΑΟΚ το 1986
Κείμενο του Σαρισάββας Δημήτρη
Δημοσιευμένο στο περιοδικό του “SVL Megas Alexandros,
για τον αθλητισμό και πολιτισμό”
Τευχός Νο. 6, Καλοκαίρι 2000
Χωρίς σχόλια